Θεωρείται μια σύμβαση διοικητική, εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις : α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση (ΣτΕ 414/2011, βλ. Α.Ε.Δ. 6/2007, Σ.τ.Ε. 891-895/2008, 1664/2009). Η υπερέχουσα δε αυτή θέση του ενός των συμβαλλομένων μερών εκδηλώνεται με την άσκηση ελέγχου για την ορθή εκτέλεση των συμβάσεων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων με εκτελεστές διοικητικές πράξεις ( Σ.τ.Ε. 974/2011 ) και προβλέπεται είτε στις διατάξεις που διέπουν την σύμβαση, είτε στους όρους της σχετικής διακήρυξης, είτε αυτής της ίδιας της σύμβασης (ΣτΕ. 1598/2001). Διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται ευθέως, βάσει του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι και οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή ,από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον στην δεύτερη αυτή περίπτωση ο νόμος : οργανώνει κατά τέτοιον τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρεται στο δημόσιο δίκαιο. Διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκασή τους υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι, κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημοσίας εξουσίας, με προέχον, δηλαδή, στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βουλήσεως του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ίδιων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν αφορούν την ιδιωτική διαχείριση του δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. ΑΕΔ 5/1995 ΕλλΔνη 36. 562, ΑΠ 429/2004 ΕλλΔνη 47. 96, ΑΠ 542/1996 ΕλλΔνη 39. 340, ΕφΑΘ 9674/1998 ΕλλΔνη 41. 478). Διοικητικές συμβάσεις θεωρούνται εκείνες στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 898/1993, πρβλ. ΣτΕ 120/1987, 616/ 1987 επταμ., 2655/1987, 3707/1987 Ολομ., 4617/1988 ε- πταμ., 4741/1988, 1614/1992 επταμ.), όχι όμως ν.π.ι.δ., έστω και εάν ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΕΔ 29/2011, 7/1992, 10/1987), έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέ- πει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπο- νται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο και από την ίδια τη σύμβαση (πρβλ. ΣτΕ 616/1987, επταμ., 3707/1987 Ολομ., 4741/ 1988), ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού (ΑΕΔ 10/1992 ΔΔίκη 1993. 982, ΣτΕ 2247/1999, ΣτΕ 898/ 1993, ΔΔίκη 1993. 1376, πρβλ. ΣτΕ 120/1987, 616/1987 επταμ., 4741/1988, 3195/1990 Ολομ., 1614/1992 επταμ.), σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 11-12/2013, 28/2011, 18/ 2009, 21/ 2009, 3/2012, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/ 1997, 10/ 1992), και οι οποίες προκύπτουν είτε από το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης, είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (σχ. ΑΕΔ 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997 καιΣτΕ 3685/2008, 3774/2003, 3106/2002, 2247/1999, 1886/ 1996, 1031/1995 κ.ά). Η κατάρτιση επομένως και η εκτέλεση των διοικητικών συμβάσεων διέπεται έστω εν μέρει από κανόνες διοικητικού δικαίου ή περιέχουν νομίμους όρους (ρήτρες) που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. δυνατότητες μονομερούς επεμβάσεως ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Τέλος, για το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων[ (ΑΕΔ 8, 10, 15/1992, ΣτΕ 2123/ 1994 κ.α.). Εκτιμάται ότι τα δύο πρώτα κριτήρια είναι εμφανή σε κάθε τρίτο και αποτελούν τα εξωτερικά στοιχεία της διοικητικής σύμβασης, το τρίτο, όμως, δηλ. η ύπαρξη εξουσιαστικών ρητρών συνιστά εσωτερικό στοιχείο που προκύπτει από π.χ. τους όρους της διακήρυξης, τα συμβατικά τεύχη και τα λοιπά πρόσθετα συνοδευτικά στοιχεία Αντιθέτως, συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα προ- αναφερόμενα γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που γεννώνται απ’ αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια [ΑΕΔ 3/1999, ΟλΑΠ 7/2001, 8/2000, ΑΠ 1225/2008 (ΑΕΔ 10 και 15/1992, ΑΕΔ 21/1997 και 10/2003)], η δε δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και όταν η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 28/ 2011, 18/2009, 2/1993 , ΟλΑΠ 5/1995).