ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΛΗΘΕΝΤΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 εδ. α’ της Υ. Α. Υ1γ/Γ. Π/οικ. 96967/08.10.2012 ως ίσχυε προ της κατάργησής του με το άρθρο 64 παρ. 20 του Ν. 4235/2014 προβλεπόταν ποινικές και διοικητικές κυρώσεις στις περιπτώσεις λειτουργίας επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών που δεν διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, ή δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης ή της παρεμπόδισης ελέγχου, της υποτροπής σε μη συμμόρφωση, συνεπάγεται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις μεταξύ των οποίων και η σφράγιση της εν λόγω επιχείρησης από την αδειοδοτούσα αρχή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του Ν. 4075/2012 : Οι παραβάσεις των διατάξεων του Υγειονομικού Κανονισμού και όλες οι παραβάσεις των διατάξεων όλων των Υγειονομικών Διατάξεων, που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του Α. Ν. 2520/1940 σε βαθμό πλημμελήματος με Π. Φ. έως ένα (01) έτος ή χρηματική ποινή τουλάχιστον 2000 €, εκτός αν υπήρχε άλλη νομοθετική πρόβλεψη. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και λαμβάνοντας υπόψιν ότι με το άρθρο 64 παρ. 20 του Ν. 4235/2014, καταργήθηκε μόνο το άρθρο 17 της Υ. Α. Υ1γ/Γ. Π/οικ. 96967/08.10.2012, ενώ εξακολουθούν να είναι σε ισχύ οι λοιπές διατάξεις της ως άνω Υ. Α ως προς τους υγειονομικούς όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών και από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 4 του Ν. 4075/2012 στην οποία τυποποιείται νομοθετικά η ποινική κύρωση των παραβάσεων όλων των υφιστάμενων Υγειονομικών Διατάξεων, συνάγεται ότι οι παραβάσεις που αφορούν τη λειτουργία των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εξακολουθούν να τιμωρούνται με βάση τη διάταξη του άρθρου 58 του Ν. 4075/2012 (πλημμεληματική μορφή αδικήματος και διοικητική κύρωση). Επομένως, όσον αφορά στις κυρώσεις για παραβάσεις σχετικές με την ως άνω υγειονομική διάταξη, το αρ. 17 αυτής προβλέπει ότι ανάλογα με τη φύση του αδικήματος επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις και χρηματικά πρόστιμα σύμφωνα με το ν. 4025/2011 (όπως αυτός τροποποιήθηκε από το ν. 4075/2012). Η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης τροφίμων και ποτών ανακαλείται προσωρινά από την αδειοδοτούσα αρχή, ύστερα από εισήγηση της υγειονομικής υπηρεσίας, και οριστικά σε περίπτωση υποτροπής, ενώ επαναχορηγείται στην περίπτωση συμμόρφωσης της επιχείρησης, και πάλι ύστερα από εισήγηση της υγειονομικής υπηρεσίας. Ο Ν. 2496/11 «Απλούστευση διαδικασίας έκδοσης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος, Θεάτρου και Κινηματογράφου» ρυθμίζει τις άδειες σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Επιγραμματικά, η διαδικασία έχει ως εξής: 1. Προέγκριση ίδρυσης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος: κατάθεση δικαιολογητικών στον οικείο δήμο: (α) αίτηση – υπέυθυνη δήλωση (στοιχεία ενδιαφερομένου, είδος επιχείρησης κτλ), (β) «υπεύθυνη δήλωση του διαχειριστή της πολυκατοικίας ή, εν ελλείψει, του ιδιοκτήτη του χώρου στον οποίο θα εγκατασταθεί το κατάστημα ή εργαστήριο, στην οποία θα φαίνεται ότι ο Κανονισμός της Πολυκατοικίας ή, εν ελλείψει, η πλειοψηφία των ιδιοκτητών των στεγαζόμενων στο ίδιο κτίριο διαμερισμάτων, μη συμπεριλαμβανομένων των λοιπών χώρων, δεν απαγορεύει τη χρήση του χώρου τούτου για τη λειτουργία του υπό ίδρυση καταστήματος», εφόσον το κατάστημα στεγάζεται σε χώρο οριζόντιας ιδιοκτησίας. 2. Σε διάστημα 3 μηνών από τη χορήγηση της προέγκρισης, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στον οικείο δήμο τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος: (α) αίτηση – υπεύθυνη δήλωση, (β) φωτοαντίγραφο δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου ή άδειας οδήγησης κτλ, (γ) αντίγραφο οικοδομικής άδειας και σχεδιαγράμματα του καταστήματος εις τριπλούν, υπογεγραμμένα από μηχανικό, στο οποίο θα αποτυπώνονται όλοι οι χώροι του καταστήματος, περιλαμβανομένων και αυτών που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου (πχ τουαλέτες για Α.Μ.Ε.Α), (δ) βεβαίωση καταλληλότητας ηλεκτρολογικού, μηχανολογικού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων από τον κατά περίπτωση αρμόδιο εγκαταστάτη μηχανικό, (ε) πιστοποιητικό πυροπροστασία, (στ) στην περίπτωση που η άδεια αφορά σε κατάστημα όπου θα προσφέρονται οινοπνευματώδη ποτά, Υπεύθυνη Δήλωση του ν΄1599/1986 (αντί αποσπάσματος ποινικού μητρώου) στην οποία δηλώνεται «Ο/Η κάτωθι υπογράφων/ουσα…. δεν έχω καταδικαστεί τελεσίδικα για κανένα από τα αδικήματα που αναφέρονται στις διατάξεις του αρ. 1 παρ. 2 πδ 180/1979, (ζ) παράβολο Για ορισμένες περιπτώσεις αδειών, όπως πχ εάν πρόκειται για κέντρο διασκέδασης, απαιτούνται επιπλέον δικαιολογητικά, ενώ το ίδιο απαιτείται και για τη χορήγηση άδειας χρήσης μουσικών οργάνων. Συμπερασματικά, για τις ως άνω τυχόν παραβάσεις μπορούν να επιβληθούν τόσο διοικητικά πρόστιμα επί των οποίων μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ή και αναστολής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων όσο και να ασκηθεί ποινική δίωξη από την Εισαγγελία και ως εκ τούτο να απαιτηθεί ο χειρισμός της εν λόγω ποινικής υπόθεσης . ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ Ν.Π.Δ.Δ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Στα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ενέχονται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων, ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σε αυτά και κατά παράβαση διάταξης που δεν έχει θεσπιστεί αποκλειστικά για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπει παράλληλα και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων, γεννούν υποχρέωση του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου σε αποζημίωση. Η ευθύνη προς αποζημίωση συντρέχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου της διοίκησης παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που, από τη νομοθεσία και τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία. Αναγκαία προϋπόθεση για τη γέννηση της πιο πάνω υποχρέωσης είναι η ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημιάς που επήλθε, η οποία υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη των δημοσίων οργάνων ήταν ικανή και μπορούσε, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 298 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει το δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε, αν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, που εφαρμόζεται ανάλογα, «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, του τυχόν υφιστάμενου συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, κατά το άρθρο 300 § 1 ΑΚ κ.λπ., με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη και να καθορίσει το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο (ΑΠ 1760/2001, 130/1999). Πρέπει, όμως, η πράξη αυτού που ζημιώθηκε, η οποία συνιστά το συντρέχον πταίσμα του, να έχει συντελέσει στην πρόκληση ζημιάς και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του με την πρόκληση ή την έκταση της ζημιάς (ΑΠ 867/2001). Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος (ΕισΝΑΚ) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Εξάλλου, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικος (ΑΚ) ορίζεται ότι: «Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.» Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων ενεργειών αυτών, εφ΄ όσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, εφ΄ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως (ΣτΕ 2521/2008, 347/1997, 2544/2010 κ.ά.) Το Δημόσιο δε υποχρεούται να αποκαταστήση κάθε θετική και αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν επί πλέον να επιδικάσουν σε βάρος του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 2521/2008 κ. ά.) 3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 914 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», στο δε άρθρο 922 του ΑΚ ορίζεται: «Ευθύνη του προστήσαντος. Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.», και στο άρθρο 929 του ΑΚ ορίζεται: «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Υποχρέωση αποζημίωσης υπάρχει και προς τον τρίτο, ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται.» Στο άρθρο 930 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η αποζημίωση των δύο προηγούμενων άρθρων που αναφέρεται στο μέλλον καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να επιδικαστεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. …Η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε.», και στο άρθρο 931 του ΑΚ δε ότι: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του.» ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Θεωρείται μια σύμβαση διοικητική, εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις : α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα, έναντι του αντισυμβαλλομένου, θέση (ΣτΕ 414/2011, βλ. Α.Ε.Δ. 6/2007, Σ.τ.Ε. 891-895/2008, 1664/2009). Η υπερέχουσα δε αυτή θέση του ενός των συμβαλλομένων μερών εκδηλώνεται με την άσκηση ελέγχου για την ορθή εκτέλεση των συμβάσεων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων με εκτελεστές διοικητικές πράξεις ( Σ.τ.Ε. 974/2011 ) και προβλέπεται είτε στις διατάξεις που διέπουν την σύμβαση, είτε στους όρους της σχετικής διακήρυξης, είτε αυτής της ίδιας της σύμβασης (ΣτΕ. 1598/2001). Διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται ευθέως, βάσει του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι και οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή ,από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον στην δεύτερη αυτή περίπτωση ο νόμος : οργανώνει κατά τέτοιον τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρεται στο δημόσιο δίκαιο. Διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκασή τους υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι, κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημοσίας εξουσίας, με προέχον, δηλαδή, στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βουλήσεως του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ίδιων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν αφορούν την ιδιωτική διαχείριση του δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. ΑΕΔ 5/1995 ΕλλΔνη 36. 562, ΑΠ 429/2004 ΕλλΔνη 47. 96, ΑΠ 542/1996 ΕλλΔνη 39. 340, ΕφΑΘ 9674/1998 ΕλλΔνη 41. 478). Διοικητικές συμβάσεις θεωρούνται εκείνες στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 898/1993, πρβλ. ΣτΕ 120/1987, 616/ 1987 επταμ., 2655/1987, 3707/1987 Ολομ., 4617/1988 ε- πταμ., 4741/1988, 1614/1992 επταμ.), όχι όμως ν.π.ι.δ., έστω και εάν ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΕΔ 29/2011, 7/1992, 10/1987), έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέ- πει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπο- νται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο και από την ίδια τη σύμβαση (πρβλ. ΣτΕ 616/1987, επταμ., 3707/1987 Ολομ., 4741/ 1988), ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού (ΑΕΔ 10/1992 ΔΔίκη 1993. 982, ΣτΕ 2247/1999, ΣτΕ 898/ 1993, ΔΔίκη 1993. 1376, πρβλ. ΣτΕ 120/1987, 616/1987 επταμ., 4741/1988, 3195/1990 Ολομ., 1614/1992 επταμ.), σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 11-12/2013, 28/2011, 18/ 2009, 21/ 2009, 3/2012, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/ 1997, 10/ 1992), και οι οποίες προκύπτουν είτε από το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης, είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (σχ. ΑΕΔ 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997 καιΣτΕ 3685/2008, 3774/2003, 3106/2002, 2247/1999, 1886/ 1996, 1031/1995 κ.ά). Η κατάρτιση επομένως και η εκτέλεση των διοικητικών συμβάσεων διέπεται έστω εν μέρει από κανόνες διοικητικού δικαίου ή περιέχουν νομίμους όρους (ρήτρες) που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. δυνατότητες μονομερούς επεμβάσεως ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Τέλος, για το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων[ (ΑΕΔ 8, 10, 15/1992, ΣτΕ 2123/ 1994 κ.α.). Εκτιμάται ότι τα δύο πρώτα κριτήρια είναι εμφανή σε κάθε τρίτο και αποτελούν τα εξωτερικά στοιχεία της διοικητικής σύμβασης, το τρίτο, όμως, δηλ. η ύπαρξη εξουσιαστικών ρητρών συνιστά εσωτερικό στοιχείο που προκύπτει από π.χ. τους όρους της διακήρυξης, τα συμβατικά τεύχη και τα λοιπά πρόσθετα συνοδευτικά στοιχεία Αντιθέτως, συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα προ- αναφερόμενα γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που γεννώνται απ’ αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια [ΑΕΔ 3/1999, ΟλΑΠ 7/2001, 8/2000, ΑΠ 1225/2008 (ΑΕΔ 10 και 15/1992, ΑΕΔ 21/1997 και 10/2003)], η δε δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υφίσταται και όταν η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 28/ 2011, 18/2009, 2/1993 , ΟλΑΠ 5/1995). ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΝΟΜΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΝΟΜΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ Στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο εμπίπτουν οι διαφορές που γεννώνται ανάμεσα στους διοικουμένους και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, όπως επίσης και οι έννομες σχέσεις νοσοκομειακής και εξωνοσοκομειακής περιθάλψεως. Οι διατάξεις που διέπουν το συγκεκριμένο τμήμα δικαίου συνεχώς μεταβάλλονται, ενώ ιδιαίτερη σημασία εκ των προσφάτων νομοθετημάτων έχει ο ν. 3863/2010 για το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά και ο ν. 4024/2011 για την εργασιακή εφεδρεία. Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η Κοινή Υπουργική απόφαση, κατ’ εφαρμογήν του Νόμου 4336/2015, η οποία συμπεριλαμβάνει τους οριστικούς πίνακες με τα τελικά ηλικιακά όρια, τόσο για πλήρη, όσο και για μειωμένη συνταξιοδότηση, για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων στο Δημόσιο. Πρέπει να επισημανθούν τα εξής: 1.Θεμελιωμένα δικαιώματα έως την ημερομηνία ισχύος του νόμου 4336/2015 ΔΕ θίγονται και μπορούν να ασκηθούν οποτεδήποτε. 2.ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο Δημόσιο όπως ανέκαθεν ίσχυε. Απαιτείται πλέον η συμπλήρωση σωρευτικά και των ετών υπηρεσίας και η συμπλήρωση του εκάστοτε ΝΕΟΥ διαμορφούμενου ηλικιακού ορίου. 3.Καθιερώνεται extra ποσοστό penalty 10%, πέραν των ήδη προβλεπομένων, το οποίο θα υπολογίζεται επί του συνολικού αρχικού και ήδη υπάρχοντος penalty και θα επιβάλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του νέου διαμορφούμενου ορίου ηλικίας για πλήρη συνταξιοδότηση. 4.Καταργείται η συνταξιοδότηση άνευ ορίου ηλικίας, και τίθεται ηλικιακό όριο σε όλες τις κατηγορίες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι υποψήφιοι συνταξιούχοι, οφείλουν να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί και να ενημερώνονται για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα αποκλειστικά από εξειδικευμένους στη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος νομικούς, καθώς οι νομοθετικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα είναι συνεχείς και αδιάκοπες. Η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σε συνδυασμό με την αναγνώριση ή μη πλασματικών ετών, αναλόγως της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο στον ασφαλιστικό βίο του υποψηφίου συνταξιούχου. Είναι επιβεβλημένο να κινηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εκμεταλλευόμενος την υπαγωγή του σε θετικές για αυτόν ρυθμίσεις και αποφεύγοντας παράλληλα τις διατάξεις παγίδες, ώστε να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τους ευνοϊκότερους για αυτόν όρους και προϋποθέσεις, κλειδώνοντας χαμηλότερα ηλικιακά όρια και γλυτώνοντας έως και αρκετά χρόνια πρόσθετης εργασίας. Και όπως πάντα, όλες οι αλλαγές που θα νομοθετηθούν στο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, θα δημοσιεύονται άμεσα στον παρόντα ιστότοπο, με σκοπό την έγκυρη και ταχύτατη ενημέρωση όλων των ασφαλισμένων. Το Κοινωνικοασφαλιστικό Δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες που σχετίζονται με την λειτουργία των ασφαλιστικών οργανισμών, τον τρόπο απονομής συντάξεων και την καταβολή των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Η οργάνωση, η διοίκηση και η λειτουργία των κλάδων ασφάλισης καλύπτονται από το Δίκαιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ
- Η νομική καθοδήγησή , ως προς την προοπτική συνταξιοδότησής από ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς και σε περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης.
- Η διεκπεραίωση, εποπτεία και επίσπευση της συνταξιοδοτικής διαδικασίας.
- Η άσκηση ενστάσεων και κάθε προβλεπόμενου ενδίκου μέσου για την επίλυση οποιασδήποτε κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς.
- Η εμπεριστατωμένη ενημέρωση και νομική συμβουλευτική ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησήςστο στάδιο της προσυνταξιοδότησης για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων (δημοσίων υπαλλήλων, μισθωτών, ελευθέρων επαγγελματιών, αγροτών, ναυτικών κλπ) και για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία (ΔΗΜΟΣΙΟ, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ-ΤΑΕ-ΤΣΑ, ΤΣΑΥ, ΤΣΜΕΔΕ, ΤΑΝ, ΝΑΤ, ΟΓΑ κλπ).
- Η διεκπεραίωση, παρακολούθηση και επίσπευση της συνταξιοδοτικής υπόθεσης.
- Η άσκηση ενστάσεων, προσφυγών και κάθε είδους ενδίκων μέσων ενώπιον των αρμόδιων Επιτροπών και Διοικητικών Δικαστηρίων για την επίλυση οποιασδήποτε κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς.