Ακάλυπτη επιταγή είναι ένα χαρτί – αξιόγραφο – μία επιταγή, που την έκδωσε κάποιος για να πληρώσει κάποιον άλλον, όμως δεν υπάρχει επαρκές αντίκρισμα στο λογαριασμό του με αποτέλεσμα ο τελευταίος, να μην μπορεί να εισπράξει το ποσό.
Έστω ότι ο Α έχει στο λογαριασμό του 3000 ευρώ και εκδίδει επιταγή 2000 ευρώ για να πληρώσει τον Β.
Αν ο Α ξοδέψει 1500 (άρα μένουν μέσα στο λογαριασμό του 1500 ευρώ) πριν πάει ο Β να την εισπράξει, τότε δεν θα υπάρχει επαρκές υπόλοιπο για να πάει ο Β να εισπράξει το αναγραφόμενο ποσό της επιταγής (των 2000).
Έτσι έχουμε ακάλυπτη επιταγή που πολύ απλά σημαίνει ότι το ποσό που αναγράφει, στην ουσία δεν υπάρχει στο λογαριασμό αυτού που την έκδωσε.
1) Αναγγελία της επιταγής στον Τειρεσία
Με τη σφράγιση της επιταγής από την τράπεζα, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων για την κάλυψη της αξίας της στο λογαριασμό του εκδότη, η επιταγή αναγγέλλεται από το υποκατάστημα στον Τειρεσία και ο εκδότης της εισάγεται απευθείας στη μαύρη λίστα του. Αν η επιταγή σφραγίστηκε, λόγω ανάκλησης αυτής με επαρκές υπόλοιπο ( αν δηλαδή υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής στον κομιστή της, πλην όμως έδωσε ο εκδότης εντολή στην τράπεζα να μην την πληρώσει ), τότε ο εκδότης κερδίζει λίγο χρόνο, μέχρι την εγγραφή του στon Τειρεσία, καθώς σε αυτήν την περίπτωση η σφραγισμένη επιταγή δεν αναγγέλλεται.
2) Παύση χορήγησης πίστωσης από τις Τράπεζες
Η ως άνω εγγραφή του εκδότη της επιταγής στον Τειρεσία, γίνεται απευθείας γνωστή σε όλες της τράπεζες, εφόσον ο Τειρεσίας είναι διατραπεζική εταιρία με στόχο την παροχή πληροφοριών σε αυτές. Οι Τράπεζες μόλις λάβουν γνώση της σφράγισης παύουν τη χορήγηση οποιαδήποτε πίστωσης στον εκδότη της επιταγής. Η αντίδραση αυτή των τραπεζών αποτελεί τον κανόνα, όμως δεν αποκλείονται και εξαιρέσεις, δηλαδή, ύστερα από συνεννόηση με το πιστωτικό ίδρυμα, εάν πεισθεί όταν δεν αντιμετωπίζετε – ακόμη – πραγματικό πρόβλημα αδυναμίας πληρωμών, να συνεχίσει την χορήγηση πίστωσης.
3) Συντηρητική κατάσχεση και απαγόρευση μεταβίβασης περιουσίας
δανειστής σας από την ακάλυπτη επιταγή, μπορεί, ύστερα από αίτησή του προς το αρμόδιο δικαστήριο, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να ζητήσει με δικαστική απόφαση, ακόμη και με την έκδοση προσωρινής διαταγής από τον πρόεδρο υπηρεσίας, την συντηρητική κατάσχεση, καθώς και την απαγόρευση της μεταβίβασης και την αλλαγή της νομικής και πραγματικής κατάστασης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη.
4) Έκδοση διαταγής πληρωμής
Ο δανειστής δύναται να ζητήσει με αίτησή του την έκδοση διαταγής πληρωμής από το αρμόδιο δικαστήριο σε βάρος, όχι μόνο του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, αλλά και των όλων των υπολοίπων οπισθογράφων της επιταγής, που το όνομά τους αναγράφεται επάνω από το δικό του στη σειρά των οπισθογραφήσεων στο πίσω μέρος του σώματος της επιταγής. Σε αυτή την περίπτωση σε δεινή θέση βρίσκεται ο ενδιάμεσος οπισθογράφος της επιταγής ο οποίος, ενώ δεν έχει ενημερωθεί για τη σφράγιση της επιταγής και πιστεύει ότι δεν οφείλει χρήματα, υποχρεούται σε καταβολή του ποσού της επιταγής προς εκτέλεση στον δανειστή που του κοινοποίησε τη διαταγή!
5) Αναγγελία της διαταγής πληρωμής στον Τειρεσία
Ακολούθως, η διαταγή πληρωμής αναγγέλλεται στον Τειρεσία. Το άγρυπνο μάτι της εταιρίας καταχωρίζει στη λίστα της τη διαταγή πληρωμής, με τα στοιχεία αυτών κατά των οποίων στρέφεται, μόνο όμως εφόσον ελέγξει ότι επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής σε αυτούς. Σε αναπάντεχα δεινή θέση βρίσκεται πάλι ο ανυποψίαστος οπισθογράφος της επιταγής, ο οποίος, αναγκάζεται να πληρώσει την επιταγή προς εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, ενώ έχει αποπληρώσει την οφειλή του, προκειμένου να αποφύγει την καταχώρισή του στα μαύρα κατάστιχα. Αφού επιδοθεί αντίγραφο από το εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής σε αυτούς κατά των οποίων στρέφεται με επιταγή προς εκτέλεση, ύστερα από την παρέλευση τριών (3) εργασίμων ημερών, ο δανειστής μπορεί να προβεί σε κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας αυτών.
6) Έγκληση κατά του εκδότη της επιταγής
Ο κομιστής της επιταγής, ενδιάμεσος ή και τελευταίος, δύναται να υποβάλλει κατά του εκδότη της έγκληση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών εντός τριών (3) μηνών από τη σφράγισή της. Με την έγκληση, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του ποσού της επιταγής, αλλά η ποινική τιμωρία του εκδότη της, με την απαγγελία φυλάκισης, είναι όμως ένα καλό μέσο πίεσης καθώς, εάν μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση στο δικαστήριο πληρώσει ο εκδότης και λάβει πίσω το σώμα της επιταγής, αθωώνεται.
7) Αγωγή αδικοπραξίας κατά του εκδότη της επιταγής
Τέλος, τη βεντάλια συμπληρώνει ή άσκηση αγωγής αποζημίωσης από την αδικοπραξία της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Η πρακτική αξία του εν λόγω βοηθήματος είναι η απαγγελία από το αρμόδιο Δικαστήριο προσωπικής κράτησης κατά του εκδότη της επιταγής, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, χρονικής διάρκειας ανάλογα με το ποσό της ακάλυπτης επιταγής. .Ο κομιστής της επιταγής, που την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα αλλά η επιταγή δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη, έχει στη διάθεσή του τα εξής μέσα: α) άσκηση αναγωγής, που παρέχεται από το δίκαιο της επιταγής, κατά του εκδότη και των λοιπών (αν υπάρχουν) υπογραφέων (άρθρο 40 Ν. 5960/1933), β) αγωγή αποζημίωσης από την αδικοπραξία που διέπραξε ο εκδότης (άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 79 ν. 5960/1933), με σωρευόμενο αίτημα προσωποκράτησης (1047 ΚΠολΔ), γ) κατάθεση έγκλησης για την ποινική δίωξη του εκδότη (άρθρο 79 ν. 5960/1933).
Α) Ποινική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής
Το άρθρο 79 Ν. 5960/1933 θεσπίζει ως ποινικό αδίκημα την έκδοση ακάλυπτης επιταγής με σκοπό την πρόληψη και καταστολή της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών με την απειλή ποινικών κυρώσεων. Πρόκειται για ένα ιδιώνυμο έγκλημα, το οποίο δεν αποτελεί ρύθμιση του ενιαίου νόμου της Γενεύης για την επιταγή, αλλά επιλογή του νομοθέτη, η οποία απέβλεψε στο να ενισχύσει τη λειτουργία της επιταγής ως μέσου πληρωμής.
I)Αντικειμενική υπόσταση: για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής απαιτείται να πληρούνται όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, συγκεκριμένα απαιτούνται τα εξής: α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, καθώς μόνο τότε υπάρχει επιταγή με την έννοια του νόμου και μόνο στη περίπτωση αυτή μπορεί κατά το νόμο να δημιουργείται αξίωση από επιταγή, η οποία υποχρεώνει τον πληρωτή (έναντι του εκδότη) να πληρώσει την επιταγή κατά το άρθρο 3. Αν η επιταγή είναι άκυρη (ανίσχυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 2§1 ν. 5960/1933) τότε δεν μπορεί να υπάρξει κολάσιμη πράξη κατά τη διάταξη του άρθρου 79 ν. 5960/1933. Τυπικά έγκυρη είναι η επιταγή, όταν περιέχει όλα τα στοιχεία, που απαιτεί ο νόμος στο άρθρο 1 ν. 5960/19339. β) εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην προθεσμία των οκτώ ημερών, που ξεκινά από την επομένη της χρονολογίας εκδόσεως που αναφέρεται στο σώμα της επιταγής. Όταν έχει εκδοθεί μεταχρονολογημένη επιταγή, εμπρόθεσμη εμφάνιση έχουμε όταν ο κομιστής της επιταγής την εμφανίζει από την πραγματική χρονολογία μέχρι και την παρέλευση της οκταήμερης προθεσμίας, που αφετηρία έχει, όπως είπαμε, την χρονολογία εκδόσεως που αναγράφεται στο έντυπο της επιταγής. Σαφέστατα, η μεταχρονολογημένη επιταγή αυξάνει το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η επιταγή μπορεί να σφραγιστεί ως ακάλυπτη. γ) μη πληρωμή της επιταγής λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο έκδοσης ή πληρωμής της επιταγής. Με έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων η νομολογία εξομοιώνει και την πρόωρη ανάκληση της επιταγής, διότι η εντολή του εκδότη προς την τράπεζα να μην πληρώσει την επιταγή από τα διαθέσιμα κεφάλαια μετατρέπει τα κεφάλαια αυτά σε μη διαθέσιμα. Μη διαθέσιμα είναι και τα κεφάλαια του εκδότη που πτώχευσε. Η νομολογία θεωρεί την επιταγή που δεν πληρώθηκε λόγω πτωχευτικής απαλλοτρίωσης ως ακάλυπτη. Η μη πληρωμή της επιταγής λόγω έλλειψης καλύμματος πρέπει να βεβαιώνεται από την τράπεζα με σχετική σημείωση επάνω στην επιταγή ή με σύνταξη διαμαρτυρικού (άρθρο 40 ν. 5960/1933) ή ακόμη σε χωριστό έγγραφο. Η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής δεν ασκεί επιρροή στο αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, καθώς στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης. Η γνώση του λήπτη της επιταγής για τη μη ύπαρξη διαθέσιμου κεφαλαίου ή τυχόν συναίνεσή του δεν αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.
ΙΙ) Υποκειμενική υπόσταση: αρχικά το άρθρο 79 ν. 5960/1933 απαιτούσε την «εν γνώσει» έκδοση ακάλυπτης επιταγής από τον εκδότη. Αυτό σημαίνει ότι, με βάση το άρθρο 26 και 27§1 ΠΚ, ο εκδότης της επιταγής έπρεπε να βαρύνεται με άμεσο δόλο α΄και β΄ βαθμού, χωρίς να αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος ο ενδεχόμενος δόλος. Στη συνέχεια το άρθρο αντικαταστάθηκε χωρίς την αναφορά του «εν γνώσει». Αυτό σημαίνει ότι, για την τέλεση του αδικήματος αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος του εκδότη. Άρα, έκδοση ακάλυπτης επιταγής από αμέλεια αποκλείεται. Η νομολογία, όμως, αρκετές φορές συνεχίζει να κάνει λόγο για «εν γνώσει» έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. III) Χρόνος τέλεσης του αδικήματος: σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 ν. 5960/1933, ο εκδότης της επιταγής πρέπει να έχει στο λογαριασμό του διαθέσιμα κεφάλαια τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή. Και αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτά τα δύο χρονικά διαστήματα τότε τελείται το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής. Αν μάλιστα εκδίδεται μεταχρονολογημένη επιταγή τότε τα δύο αυτά χρονικά σημεία απέχουν πολύ μεταξύ τους. Πρόκειται για ρύθμιση του εγχώριου νομοθέτη και όχι του ενιαίου νόμου, όπως τονίσαμε, και χαρακτηρίζεται , ορθά, από την επιστήμη ως ατυχής. Και είναι λογικό να χαρακτηρισθεί έτσι αφού βρίσκεται έξω από τον σκοπό του νόμου και δεν έχει απολύτως καμία αξία στη νομική πρακτική. Τα μη διαθέσιμα κεφάλαια διαπιστώνονται, φυσικά, μόνο όταν η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή και δεν πληρώνεται. Αν εκδοθεί επιταγή, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια, και κατά την εμφάνιση προς πληρωμή από τον κομιστή η επιταγή πληρωθεί κανονικά τότε το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής δεν στοιχειοθετείται. Μάλιστα, όταν εκδίδεται μεταχρονολογημένη επιταγή είναι σαφές ότι κεφάλαια διαθέσιμα δεν υπάρχουν αλλιώς δεν θα χρειαζόταν να γίνει η μεταχρονολόγηση.
Πάντως, στη θεωρία κρατούσα άποψη είναι αυτή που θέλει το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής να τελείται όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της πληρωμής. Αντίθετα, η νομολογία φαίνεται διχασμένη, άλλες αποφάσεις συμφωνούν με τη θέση της θεωρίας ενώ άλλες ως χρόνο τέλεσης του εγκλήματος θέλουν διαζευκτικά είτε τον χρόνο έκδοσης είτε τον χρόνο πληρωμής.
- IV) Κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα – εξάλειψη αξιοποίνου: πλέον η έκδοση ακάλυπτης επιταγής δεν διώκεται αυτεπάγγελτα αλλά ύστερα από έγκληση του παθόντος (§5). Πριν την τροποποίηση της διάταξης με το άρθρο 15§3 ν. 3472/2006 ίσχυε: «Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε». Θεωρία και νομολογία ήταν διχασμένη, καθώς ο νόμος δεν καθόριζε αν ο κομιστής είναι μόνο ο τελευταίος ή και αυτός που κατέστη κομιστής κατ’ αναγωγή. Υποστηριζόταν η άποψη ότι δικαιούχος της έγκλησης είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που την εμφάνισε και δεν πληρώθηκε (κρατούσα άποψη στη νομολογία). Άλλη άποψη υποστήριζε ότι το δικαίωμα της έγκλησης το έχει τόσο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής, που την εμφάνισε και δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής κομιστής (θεωρία και μέρος της νομολογίας). Δεν θα αναλύσουμε την διχογνωμία αυτή καθώς ο νομοθέτης έβαλε τέλος με την τελευταία τροποποίηση της διάταξης προβλέποντας ότι δικαίωμα έγκλησης έχει τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όσο και εκείνος που έγινε κομιστής επειδή πλήρωσε ύστερα από αναγωγή (εξ αναγωγής υπόχρεος), καθώς και αυτός είναι αμέσως ζημιωθείς (118§1 ΠΚ). Με βάση το άρθρο 117§1 ΠΚ, η έγκληση μπορεί να υποβληθεί σε χρονικό διάστημα τριών μηνών από την ημέρα που ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε. Στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής το πρόσωπο εκείνου που τέλεσε την πράξη είναι αμέσως γνωστό, αφού είναι ο εκδότης της επιταγής, και η ημέρα τέλεσης της πράξης είναι όταν η επιταγή εμφανίστηκε αλλά δεν πληρώθηκε.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 79 ν. 5960/1933 προβλέπει την πλήρη αποζημίωση του κομιστή, μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής, ως λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Πρόκειται για έμπρακτη μετάνοια, θεσμός του ποινικού δικαίου που εξαλείφει το αξιόποινο. Ο συγκεκριμένος λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου δεν ρυθμίζεται γενικά αλλά ειδικά στο κάθε έγκλημα, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση που μελετάμε. Έμπρακτη μετάνοια νοείται μόνο σε εκείνα τα εγκλήματα που επιδέχονται αποκατάσταση της τυποποιημένης προσβολής, όπως συμβαίνει με τα καθαρώς περιουσιακά εγκλήματα. Η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σαφέστατα, προσβάλει την περιουσία του ζημιωθέντος και είναι δεκτική αποκατάστασης. Από τη §5, που αναφέρεται στον δικαιούχο της έγκλησης, καθίσταται σαφές ότι κομιστής είναι τόσο ο τελευταίος, που εμφάνισε την επιταγή και δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής. Για να εξαλειφθεί το αξιόποινο απαιτείται πλήρης αποζημίωση του κομιστή της επιταγής. Η πλήρης αποζημίωση, όμως, δεν ταυτίζεται με την πληρωμή της επιταγής, αλλά είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής. Έτσι, πλήρης αποζημίωση υπάρχει όταν εξοφλούνται το ποσό της επιταγής, οι οφειλόμενοι τόκοι, άλλα έξοδα που έγιναν σχετικά με αυτή, τυχόν ηθική βλάβη και γενικά κάθε ζημία που προκλήθηκε σύμφωνα με του όρους του 914 ΑΚ. Γενικά, η «πλήρης αποζημίωση» προϋποθέτει ολοκληρωτική απόσβεση κάθε αξιώσεως του κομιστή κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής.
Β) Αστική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής
Ο κομιστής της επιταγής, που την εμφανίζει προς πληρωμή (εμπρόθεσμα) στην πληρώτρια τράπεζα και δεν πληρώνεται (σφράγιση της επιταγής), έχει την δυνατότητα να ασκήσει αναγωγή (προς πληρωμή), που παρέχεται από το δίκαιο της επιταγής, σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 44 ν. 5960/1933, αλλά και αγωγή αδικοπραξίας κατά του εκδότη (914 ΑΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 79 ν. 5960/1933. Αλλά και εκείνος που πλήρωσε την επιταγή ύστερα από αναγωγή του κομιστή (εξ αναγωγής υπόχρεος) έχει τόσο το δικαίωμα της αναγωγής προς απόδοσησύμφωνα με τα άρθρα 44 και 46 ν. 5960/1933 όσο και το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αδικοπραξίας σύμφωνα με το άρθρο 79§5εδ. β΄ ν. 5960/1933. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής έχει τόσο δικαιοπρακτική όσο και αδικοπρακτική ευθύνη.