Σε περίπτωση που ο εργοδότης απολύσει τον μισθωτό (υπάλληλο ή εργάτη) μετά από συμπλήρωση δύο μηνών εργασίας στην δική του επιχείρηση, υποχρεώνεται να καταβάλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που δικαιούται. (σχετ.Νομ.2112/1920 και Β.Δ. 16/18.7.1920.) Για τους απολυόμενους με την ιδιότητα του υπαλλήλου, η αποζημίωση δύναται να είναι μειωμένη όταν υπάρχει έγγραφη προειδοποίηση από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο περί της απολύσεως σε καθορισμένο από το νόμο χρόνο, εγγράφως. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσό αποζημίωσης ανέρχεται στο μισό του ποσού που θα δικαιούταν σε περίπτωση μη ειδοποίησης.
Αποζημίωση απολυόμενου υπαλλήλου
Μηνιαίες τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα με συνθήκες πλήρους απασχόλησης πλέον 1/6. Μήνες αποζημίωσης που δικαιούται ο απολυόμενος εργαζόμενος επί των Μηναίων μικτών αποδοχών πλέον 1/6 μας κάνει το σύνολο της αποζημίωσης που πρέπει να του καταβληθεί. Στην αποζημίωση του υπαλλήλου που προϋπηρέτησε στον ίδιο εργοδότη ως εργάτης, λαμβάνεται υπόψη σαν να είχε διανυθεί με την ιδιότητα του υπαλλήλου και συνυπολογίζεται. Ενώ αντίθετα, ο εργαζόμενος που απολύεται ως εργάτης, λαμβάνει την αποζημίωση του εργατοτεχνίτη, εκτός και εάν προϋπηρέτησε ως υπάλληλος. Εάν το ποσό της αποζημιώσεως σε περίπτωση υπαλλήλου, υπερβαίνει τους 6 μισθούς, δύναται να καταβληθεί σε δόσεις, ήτοι 6 μισθοί κατά την απόλυση, το υπόλοιπο δε σε τριμηνιαίες δόσεις, η κάθε μία από τις οποίες πρέπει να είναι ίση με τουλάχιστον τις αποδοχές τριών (3) μηνών εκτός από το τελευταίο υπόλοιπο, που δύναται να είναι μικρότερο.
Εάν ο εργαζόμενος αρνείται να υπογράψει την καταγγελία συμβάσεως εργασίας και να λάβει το ποσό της αποζημιώσεως, για να είναι έγκυρη η απόλυσή του, θα πρέπει το έντυπο της καταγγελίας να του κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή και το ποσό της αποζημιώσεως να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη, ως εξής:
Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α ́) και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α ́).
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση, που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 για τα χρόνια εργασίας που έχει συμπληρώσει ο απολυόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. (Ν. 3863/2010 αρθ.74) Δεν υπάρχουν κρατήσεις στο ΙΚΑ, όσον αφορά την αποζημίωση.
Η αποζημίωση όμως φορολογείται κανονικά (Ν. 3842/2010, αρθ.5) Η αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης υπολογίζεται όπως και η αποζημίωση απόλυσης, λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, πριν τη λύση της σύμβασης εργασίας. Μισθωτοί και εργατοτεχνίτες αν πληρούν τις προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης μπορούν να αποχωρήσουν από την εργασία τους λαμβάνοντας το 50% της αποζημίωσης. Σε περίπτωση επικουρικής ασφάλισης λαμβάνουν το 40% της αποζημίωσης που δικαιούνται. Ο εργοδότης μπορεί να απολύσει υπαλλήλους όταν έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και να τους καταβάλλει είτε το 50% είτε το 40% της αποζημίωσης. Στη περίπτωση των εργατοτεχνιτών δεν μπορεί να τους απολύσει, αν το κάνει, είναι υποχρεωμένος να τους καταβάλλει ολόκληρη την αποζημίωση. Ο εργαζόμενος που θεωρεί παράνομη ή καταχρηστική την απόλυσή του, δύναται να ασκήσει αγωγή κατά της επιχειρήσεως εντός τριμήνου από την ημερομηνία λύσεως της σχέσης εργασίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.3198/55. Σε περίπτωση δε μειωμένης αποζημιώσεως, να ασκήσει αγωγή εντός εξαμήνου βάσει του Ν.2112/20 και Β.Δ. 16/18.7.20. Παραίτηση του απολυθέντος από της αξιώσεως καταβολής ολόκληρης ή υπολοίπου της αποζημιώσεως είναι άκυρη (άρθρο 6 παρ. 3 του Ν.3198/55).
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση απολύσεως μισθωτών λόγω περιστατικών ανωτέρας βίας (σεισμοί, πυρκαγιά, κ.λ.π.), εφόσον ο εργοδότης είναι ασφαλισμένος κατά των κινδύνων αυτών, καταβάλλονται τα 2/3 της νόμιμης αποζημιώσεως. Ο εργοδότης απαλλάσσεται της καταβολής αποζημιώσεως εφόσον δεν είναι ασφαλισμένος έναντι των αιτιών που προκάλεσαν τη διακοπή της επιχείρησης. Σε περίπτωση πτωχεύσεως του εργοδότη, ο εργαζόμενός του δικαιούται την πλήρη αποζημίωσή του, κατατασσόμενος μεταξύ των προνομιακών δανειστών βάσει των άρθρων 957 επομ. Κ. Πολ. Δ. (άρθρο 12 παρ. 1 του Ν.3252/55).
Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως των μισθωτών που αμείβονται κατ’ αποκοπή ή με ποσοστά ή κατά μονάδα εργασίας, υπολογίζουν την αποζημίωσή τους, με βάση τον μέσο όρο των αποδοχών που πραγματοποίησαν τους δύο τελευταίους μήνες προ της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης (Ν. 3198/55 άρθρο 5 παρ. 2). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επιδρά όσον αφορά την αποζημίωση του μισθωτού, στην περίπτωση που λύνεται η εργασιακή σχέση. Η μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας η οποία προέρχεται από τον εργοδότη και δεν απορρέει από διάταξη νόμου, εφόσον βλάπτει το μισθωτό υλικά ή ηθικά, άμεσα ή έμμεσα, θεωρείται ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και οφείλεται αποζημίωση (αρθρ. 7 Ν.2112/20). Εάν δεν καταβάλλει την αποζημίωση ή δεν δεχθεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους, που προσέφεραν και πρώτα, καθίσταται υπερήμερος.
Στην αποζημίωση, υπολογίζονται η αμοιβή για Κυριακή εργασία και εορτές όταν παρέχεται τακτικά και νόμιμα. Η προσαύξηση για τακτική νυκτερινή εργασία εφόσον παρασχεθεί κατά τον τελευταίο προ της απολύσεως μήνα. Επίσης, υπολογίζεται και η τακτική υπερεργασία. Δεν υπολογίζεται η αμοιβή για παράνομη υπερωριακή εργασία.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Εργάτης με ημερομίσθιο 50,00 ευρώ, ο οποίος έχει προσληφθεί πριν δύο χρόνια (συμπληρωμένα) η αποζημίωση του είναι η 15 ημερομίσθια και είναι η ακόλουθη : 50 ευρώ * 15 ημερομίσθια = 750,00 ευρώ / 6 = 125,00 ευρώ Συνολική αποζημίωση που θα του καταβληθεί 875,00 ευρώ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Υπάλληλος με Μηναίο μικτό μισθός 1.000 ευρώ, ο οποίος έχει προσληφθεί πριν δύο χρόνια (συμπληρωμένα) η αποζημίωση του είναι η ακόλουθη : 1.000 ευρώ * 2 μήνες = 2.000 ευρώ / 6 = 333,33 ευρώ
Συνολική αποζημίωση που θα του καταβληθεί 2.333,33 ευρώ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΕΛΕΣΗΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/20, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί αζημίως από τον εργοδότη δηλ. χωρίς υποχρέωσή του προς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, και χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος της καταγγελίας, εφόσον, κατά του εργαζόμενου (υπαλλήλου ή εργάτη), υποβλήθηκε μήνυση για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή απαγγέλθηκε εις βάρος του κατηγορία για αδίκημα, το οποίο φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος (κατόπιν μήνυσης ακόμη και τρίτου και όχι απαραίτητα του εργοδότη). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το διαπραχθέν αδίκημα (ανεξαρτήτως της βαρύτητάς του) πρέπει να επηρεάζει ουσιαστικά και δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Θα πρέπει δηλαδή, υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες, εξαιτίας αυτού να έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών, σε σημείο που να καθίσταται δυσχερής η εξακολούθηση της ισχύος της σύμβασης εργασίας. Ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, αλλά όχι οριστικά. Και τούτο διότι, αν επακολουθήσει απαλλαγή του εργαζόμενου με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει την νόμιμη αποζημίωση, από την κοινοποίηση στον εργοδότη του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΛΟΓΩ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ
Εξαίρεση αφενός από την υποχρέωση πλήρους καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως και αφετέρου από το αναιτιώδες της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δικαιολογούν γεγονότα ανωτέρας βίας, τα οποία διακόπτουν οριστικά και ολικά τη λειτουργία της επιχείρησης. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι υπάλληλος απολυόμενος ένεκα διακοπής της εργασίας λόγω πυρκαγιάς ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας για τα οποία τυγχάνει ασφαλισμένος ο εργοδότης, δικαιούται τα 2/3 της αποζημίωσης ίσης προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε κατά το χρόνο της καταγγελίας, εκτός αν από συμβάσεως ή εθίμου οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι όταν ο εργοδότης δεν είναι ασφαλισμένος για το συγκεκριμένο περιστατικό βίας που προκάλεσε την παύση των εργασιών της επιχείρησης απαλλάσσεται εντελώς από την υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης. Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, όμως, υποχρεούται να τηρήσει τον έγγραφο τύπο της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης καθώς και να αναφέρει στο έγγραφο αυτής την αιτία της απόλυσης. Συνοψίζοντας, όταν ο λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου στηρίζεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας, εφόσον συντρέξουν οι προβλεπόμενες από το νομοθέτη προϋποθέσεις (ανωτέρα βία, οριστική και ολική παύση εργασιών, μη ασφαλισμένος για το περιστατικό αυτό) ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας του με έγγραφο τύπο και χωρίς αποζημίωση.
Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ
Ο μισθωτός απολύεται έγκυρα, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου (αποζημίωση και έγγραφος τύπος) όταν με τη συμπεριφορά του επιδιώκει να προκαλέσει την καταγγελία με σκοπό να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥ Καταρχήν η ασθένεια του μισθωτού που διαρκεί πέρα από τα χρονικά όρια του νόμου δεν λύει αυτοδίκαια τη σύμβαση εργασίας, αλλά είναι εκάστοτε ζήτημα κρίσης του αρμόδιου δικαστηρίου εάν η απουσία του μισθωτού λόγω ασθενείας πέρα από τα επιτρεπόμενα χρονικά όρια επέφερε ή όχι τη λύση της εργασιακής του σύμβασης(Α.Π. 423/2010). Σε περίπτωση, πάντως, που θεωρηθεί η απουσία του μισθωτού ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του, αυτός δεν δικαιούται την νόμιμη αποζημίωση.